Ο Βασίλης ήταν ένας εργάτης 21 ετών, που δούλευε σε ένα εργοστάσιο. Ζούσε µε την κοπέλα του και το σκύλο του σε ένα ενοικιαζόμενο διαµέρισµα µε δύο υπνοδωμάτια κι απολάμβανε µία καλή κοινωνική ζωή.
Λίγο πριν τα Χριστούγεννα άρχισε να νιώθει πίεση στη δουλειά έπειτα από την απόλυση κάποιων συναδέλφων του στο εργοστάσιο που δούλευε. Άρχισε να ανησυχεί µήπως χάσει τη δουλειά του. Ξεκίνησε να πίνει περισσότερο και να καπνίζει περισσότερο χασίς. Στην αρχή ένιωθε αγχωμένος και λυπημένος κι έπειτα άρχισε να πιστεύει ότι η τηλεόραση και το ραδιόφωνο µιλούσαν γι’ αυτόν. Επίσης, πίστευε ότι οι άλλοι διάβαζαν τις σκέψεις του. Σταδιακά έγινε πιο νευρικός κι έσπασε τα παράθυρα στο διαµέρισµά του. Τότε η φίλη του, που ανησυχούσε όλο και περισσότερο για τη συµπεριφορά του Βασίλη, επικοινώνησε µε τον γενικό ιατρό, που ζήτησε να τον δει. Ο γενικός ιατρός τον παρέπεμψε αµέσως σε έναν ψυχίατρο, ο οποίος διέγνωσε ότι ο Βασίλης παρουσίαζε ψύχωση και του συνταγογράφησε µια χαµηλή δόση αντιψυχωτικής φαρμακευτικής αγωγής. Αρχικά, τον φρόντιζε στο σπίτι ένα κλιμάκιο της Κινητής Μονάδας Ψυχικής Υγείας, που περιλάμβανε γιατρούς, ψυχολόγους, κοινωνικούς λειτουργούς και νοσηλευτές, αλλά αργότερα παραπέμφθηκε στο νοσοκομείο, καθώς τα συµπτώµατά του χειροτέρεψαν. Τελικά εξήλθε από το νοσοκομείο µετά από ένα µήνα.
Ο Βασίλης χρειάστηκε λίγο καιρό για να ξαναμπεί στη ροή των πραγμάτων. Ήθελε απλώς να ξεχάσει ό,τι έγινε. Είχε χάσει µεγάλο µέρος από την αυτοπεποίθησή του και δεν αισθανόταν πλέον ικανός να συναναστρέφεται τους φίλους του όπως πριν. Επίσης, η φίλη του δυσκολευόταν να µιλήσει µαζί του. Ο Βασίλης δεν µπορούσε να αντιμετωπίσει το γεγονός ότι θα έπρεπε να επιστρέψει στη δουλειά. Κατά συνέπεια, δεν µπορούσε να πληρώσει το ενοίκιο και τους ζητήθηκε να φύγουν από το σπίτι. Ένιωθε θλιμμένος και χωρίς ελπίδα. Και σαν να µην έφταναν αυτά, έντονες αναμνήσεις από το πρώτο του επεισόδιο άρχισαν να επανέρχονται στο µυαλό του όταν βρίσκονταν µόνος.
Τον Βασίλη τον ανέλαβε µια Επισκέπτρια Υγείας της Κινητής Μονάδας Ψυχικής Υγείας, η οποία ανέλαβε τον συντονισμό της φροντίδας του. Άρχισε να τον επισκέπτεται σε τακτική βάση. Αναγνωρίζοντας τα αυξανόμενα προβλήματα του Βασίλη, προβλήματα που δυσχέραιναν την ανάρρωσή του, κανόνισε γι΄ αυτόν και τη φίλη του να δουν κι άλλα µέλη της οµάδας: γιατρούς, ψυχολόγους, κοινωνικούς λειτουργούς και ανθρώπους που είχαν υποφέρει και οι ίδιοι από ψύχωση. Όλοι µαζί µπόρεσαν να βοηθήσουν τον Βασίλη και τη φίλη του να λύσουν το πρόβλημα της στέγασης, να αντιμετωπίσουν την κατάθλιψη του Βασίλη και τη χαµηλή αυτοεκτίμησή του και τον έβαλαν σε ένα σεµινάριο υπολογιστών στο τοπικό πανεπιστήμιο. Ο Βασίλης και η Επισκέπτρια Υγείας επεξεργάστηκαν τρόπους σχετικά µε την πρόληψη της επανεμφάνισή των ψυχωτικών συµπτωµάτων. Ο Βασίλης συνέχισε να παίρνει τα αντιψυχωτικά του φάρμακα και τελικά βρήκε µία δουλειά µερικής απασχόλησης στο γραφείο ενός αρχιτέκτονα.
Δύο φορές, τα ψυχωτικά του συµπτώµατα επανεμφανίστηκαν, αλλά ο Βασίλης µπόρεσε να βάλει σε εφαρμογή το «σχέδιο αντιμετώπιση της υποτροπής του» και να εµποδίσει την εισαγωγή του στο νοσοκομείο.